Στις 23 του Σεπτέμβρη δημοσίευσα την Οργή των Όφεων, τον 5ο τόμο της Αναζήτησης του Οφιομαχητή. Στις 7 Οκτώβρη δημοσίευσα τον Κυνηγό των Θαλασσών, τον 6ο τόμο της Αναζήτησης του Οφιομαχητή. Δηλαδή, δύο εβδομάδες μετά από την Οργή των Όφεων.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό είναι αντιεμπορικό. Ποιος είναι δυνατόν να είχε τον χρόνο να διαβάσει το ένα βιβλίο ώστε να προχωρήσει στο άλλο; Κανείς, κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά ο σκοπός που δημοσιεύω βιβλία δεν είναι εμπορικός: ποτέ δεν ήταν.
Θα μπορούσε, επίσης, να ειπωθεί ότι είναι παράλογο να δημοσιεύεις δύο μεγάλα βιβλία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ειδικά όταν το ένα βιβλίο αποτελεί συνέχεια του άλλου. Παράλογο, γιατί – πάλι – ποιος μπορεί να πρόλαβε να διαβάσει το πρώτο για να προχωρήσει στο επόμενο; Κανείς, κατά πάσα πιθανότητα.
Αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ από τους συγγραφείς που περιμένουν feedback (που λέμε σήμερα). Αν ήμουν από αυτούς τους συγγραφείς, θα τα είχα παρατήσει εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια. Ανέκαθεν έγραφα λογοτεχνία γιατί είναι το πιο καταπληκτικό πράγμα που μπορείς να κάνεις. (Σοβαρά τώρα, έχει κανείς σας γνωρίσει κάτι καλύτερο; Αν ναι, μην περιμένετε να το καταλάβω.) Είναι η όλη διαδικασία τόσο συναρπαστική που δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να συγκριθεί με αυτό. Όπως έχω ξαναγράψει και παλιότερα (εδώ ή κάπου στο κεντρικό μου site, ή και στα δύο), αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, αν δεν είχα τρόπο να δημοσιεύω πράγματα, δεν θα διαβάζατε τώρα αυτό εδώ το κείμενο ή οποιοδήποτε άλλο άρθρο μου. Δεν είμαι αρθρογράφος· αυτά τα γράφω γιατί μπορούν να διαβαστούν και γιατί θέλω να διατηρώ μια σταθερή ροή στον ιστότοπο. Δεν θα τα έγραφα αλλιώς. Αλλά λογοτεχνία θα έγραφα ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν κανείς δεν υπήρχε ποτέ πιθανότητα να τη διαβάσει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι γράφω λογοτεχνία επιπόλαια. Για την ακρίβεια, τη γράφω πιο προσεχτικά από αυτό εδώ το κείμενο ή οποιοδήποτε άρθρο. Και περιποιούμαι το βιβλίο πολύ περισσότερο απ’ό,τι αν απλώς θα το έβγαζα στην αγορά χωρίς να μ’ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ο λόγος; Πάλι προσωπικός: θέλω κάτι που κάνω να το κάνω όσο πιο τέλεια γίνεται να γίνει. Ειδικά κάτι που μου αρέσει.
Επομένως, ο τρόπος που δημοσιεύω βιβλία μπορεί να είναι και τελείως χαοτικός. Δεν περιμένω πρώτα κάτι «να διαβαστεί» για να βγάλω το επόμενο. Ούτε θέλω να «τρέξω» τον αναγνώστη. Μπορεί κάποιος να τα κατεβάσει όλα τώρα και να τα διαβάσει με την ησυχία του όποτε γουστάρει: με τον δικό του ρυθμό.
Και ο βασικός λόγος που τώρα ο Κυνηγός των Θαλασσών κυκλοφόρησε τόσο σύντομα είναι ότι δεν έχω ακόμα φτιάξει εξώφυλλο για το τελευταίο βιβλίο της Αναζήτησης του Οφιομαχητή, τον Άρχοντα των Βυθών· και θέλω να έχω χρόνο ν’ασχοληθώ λίγο μ’αυτό, χωρίς να έχω στο μυαλό μου ότι πρέπει στο μεταξύ να στήσω άλλο ένα βιβλίο σε epub και pdf.
Αποκεί και πέρα, ο καθένας κατεβάζει τα βιβλία μου όπως νομίζει και τα διαβάζει με το πάσο του. Δεν κάνουμε εμπόριο εδώ.
Αν και, όπως έχω πει πολλάκις, καλό θα ήταν να γίνονται και κάποιες γαμημένες δωρεές. Επειδή στην Ελλάδα δεν έχει κανένα νόημα η εμπορική εκμετάλλευση των βιβλίων φαντασίας, αυτό δεν σημαίνει και ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να πληρώνεται καθόλου.
Με τον ρυθμό δημοσίευσης έχω «παίξει» αρκετές φορές. Κάποιες φορές δημοσιεύω βιβλία πιο γρήγορα, κάποιες φορές πιο αργά. Τα αποτελέσματα είναι πάντα ακριβώς ίδια. Πάρε το μηδέν – ή κάτι που τείνει στο μηδέν – και διαίρεσέ το...
Προτού ξεκινήσω την Αναζήτηση του Οφιομαχητή (τον 3ο κύκλο του Θρυμματισμένου Σύμπαντος) είχα τελειώσει με το να δημοσιεύω Τα Κρυφά Όπλα της Πόλης (τον 2ο κύκλο του ΘΣ), και είχα πει ότι θα κάνω μια παύση. Πέντε χρόνια. Από το 2020 μέχρι το 2025.
Τελικά, ήταν μέχρι τα τέλη του 2024 (τότε βγήκε ο 1ος τόμος του Οφιομαχητή).
Το έκανα αυτό με μια λογική ότι είχα δημοσιεύσει πολλά βιβλία και έπρεπε να αφήσω κάποιο χρόνο «να διαβαστούν».
Και τι νόημα έχει το «να διαβαστούν» (που λέει ο κόσμος); Το μόνο νόημα που έχει είναι ότι θα κυκλοφορήσουν και, εν τέλει, θα αρχίσεις να λαμβάνεις δωρεές από αυτή την κυκλοφορία τους.
Πέντε χρόνια δεν είναι κανένα τεράστιο χρονικό διάστημα· αλλά ούτε και μικρό είναι.
Και εγώ, γενικά, δημοσιεύω βιβλία περί τα 30 χρόνια πλέον· δεν είναι τα πρώτα βιβλία που έχω βγάλει σε κοινή θέα.
Και τι δωρεές έλαβα αυτά τα πέντε χρόνια; Αρχίδια δωρεές έλαβα, με το συμπάθιο. Ή, μάλλον, για να είμαστε δίκαιοι: έλαβα κάποιες δωρεές, και ευχαριστώ πολύ όσους τις έστειλαν. Καταλαβαίνω ότι για αυτόν που δίνει, έστω και 10 ευρώ, έστω και 5 ευρώ, είναι σημαντικό. Και απόρησα, ειλικρινά, με κάποιους που έστειλαν ποσά περί τα 50 ευρώ και άνω. Σας ευχαριστώ όλους. Είστε γαμάτοι.
Αλλά δεν είστε πολλοί. Και στις δωρεές (όπως και στην αγορά) αυτό παίζει ρόλο. Τα έσοδα έρχονται από το πλήθος (εκτός αν πέσεις στην περίπτωση κάποιος εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος να σου στείλει δωρεά 50.000 ευρώ).
Όλα αυτά τα πέντε χρόνια που άφησα για «να διαβαστούν» τα βιβλία δεν έλαβα συνολικά ούτε 500 ευρώ.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι – ύστερα από διάφορους ρυθμούς δημοσίευσης που έχω δοκιμάσει – ότι ο ρυθμός στην Ελλάδα δεν παίζει κανένα ρόλο. Είτε βγάζω ένα βιβλίο τα πέντε χρόνια (ανεξαρτήτως πόσα γράφω εγώ εν τω μεταξύ, εννοείται), είτε βγάζω ένα βιβλίο τον χρόνο, είτε βγάζω πέντε βιβλία τον μήνα – ή την ημέρα! – το αποτέλεσμα είναι, ουσιαστικά, ίδιο. Πάρε έναν φανταστικό αριθμό που τείνει στο μηδέν και διαίρεσέ τον...
Το πρόβλημα, φυσικά, είναι, όπως πάντα, το μέγεθος του αναγνωστικού κοινού. Δυστυχώς, το αναγνωστικό κοινό (γενικά, για όλα τα βιβλία) στην Ελλάδα είναι μικρό (και φριχτά δυσανάλογο της ποσότητας των βιβλίων). Το αναγνωστικό κοινό για τα βιβλία φαντασίας συγκεκριμένα είναι ένα μικρό ποσοστό αυτού του ήδη μικρού αναγνωστικού κοινού... Σα να λένε: πιάσ’ τ’αβγό και κούρεφ’ το. (Θα βγάλεις μαλλί;)
(Σημειωτέον: δεν ισχυρίζομαι πως τα πράγματα σε άλλες χώρες είναι ρόδινα για τους συγγραφείς· το ξέρω πως κι εκεί υπάρχουν πολλά προβλήματα. Αλλά τα ντόπια κρέατα με απασχολούν περισσότερο.)
Με τέτοια κατάσταση, λοιπόν, που επικρατεί, προφανώς και δεν έχει καμία σημασία ο ρυθμός με τον οποίο δημοσιεύεις βιβλία (πέρα από άλλες παθογένειες που δημιουργούνται, όπως έχω ήδη γράψει αρκετά αναλυτικά). Ο καθένας θα διαβάσει όποτε γουστάρει, ούτως ή άλλως, κι εσύ δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα (πέρα από το ίδιο το κέρδος τού να γράφεις λογοτεχνία, που είναι ανεκτίμητο και ο μόνος ουσιαστικός λόγος για να γράφει κανείς).
Δεν έχω ποτέ αναρωτηθεί γιατί γράφω – ή για ποιον γράφω. Πάντα γράφω για την ίδια την ιστορία, για αυτό το ζωντανό όνειρο: για την όλη διαδικασία. Πολλές φορές, όμως, ειδικά τώρα που γερνάω, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί κάθομαι και τρώω χρόνο να φτιάχνω ηλεκτρονικά βιβλία.
Δεν είμαι πια μικρός: ξέρω πώς να φτιάχνω ηλεκτρονικά βιβλία, έχω περάσει από τη φάση του ενθουσιασμού αυτού του απλού προγραμματισμού. Επίσης, έχω περάσει από τη φάση του «Και γαμώ! Τώρα θα βγάλουμε βιβλίο έξω, να το δει ο κόσμος!» Όχι πως ποτέ έγραφα για να το δείξω σε κανέναν, αλλά όταν είσαι μικρός υπάρχει κι αυτός ο ενθουσιασμός. Πλέον, κυριολεκτικά, δε μ’ενδιαφέρει καθόλου ποιος θα δει τι. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το μόνο ουσιώδες: τι θα γράψω και πόσο θα με κάνει να γουστάρω που το γράφω.
Υπάρχουν περιπτώσεις, λοιπόν, που πιάνω να φτιάξω ηλεκτρονικό βιβλίο και ξέρω ότι αυτό θα μου πάρει μερικές ωρίτσες (αναπόφευκτα· έτσι είναι η διαδικασία, αν θες να την κάνεις σωστά και προσεχτικά), και σκέφτομαι: Μα είσαι μαλάκας; Από τα τόσα άλλα πιο γαμάτα πράγματα που μπορείς τώρα να κάνεις, θα κάτσεις να φας ώρες για να στήσεις ένα βιβλίο σε ηλεκτρονικές μορφές; Για να τις διαβάσει κάποιος άγνωστος που δε σ’ενδιαφέρει; Και που δεν θα πληρώσει τίποτα; Τι έχεις να κερδίσεις ΕΣΥ; Είσαι μαλάκας;
Ίσως να είμαι όντως μαλάκας, ή ίσως να το έχω συνηθίσει πια – την όλη διαδικασία της δημοσίευσης του βιβλίου. Ή... εκείνο που πάντα σκέφτομαι σ’αυτές τις περιπτώσεις είναι το εξής: Ναι μεν γράφω λογοτεχνία για εμένα (όπως και κάθε συγγραφέας που αξίζει τον κόπο να τον διαβάσεις) αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που μπορεί να έχει νόημα μόνο για εμένα. Είναι κάτι που μπορεί να έχει νόημα και για άλλους: είναι γραμμένο και περιποιημένο έτσι που μπορεί ο καθένας να το διαβάσει και να ψυχαγωγηθεί (τουλάχιστον, ο καθένας που του αρέσει η φαντασία και δεν είναι κολληματίας του κερατά). Γιατί κάτι τέτοιο να μένει κρυφό; Ακόμα κι αν δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις εμπορικά, πρέπει κάπου να βγει – απλά και μόνο επειδή έχει τη δική του αξία.
Οπότε, μαλάκας ή μη, τρώω μερικές ωρίτσες (χαμένες ίσως) και στήνω τα ηλεκτρονικά βιβλία για να τα δημοσιεύσω.
Και φυσικά, βάσει του συνόλου των δωρεών που λαμβάνω, ουσιαστικά κάνουμε κοινωνικό έργο.
Αλλά έτσι είναι στην Ελλάδα, τη χώρα των θεών, που λεφτά βγαίνουν μόνο από σουβλάκι και ενοικιαζόμενο δωμάτιο...